ΑΣ ΠΑΡΟΥΜΕ ΤΑ ΒΟΥΝΑ


Η ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΡΥΠΑΝΣΗ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΔΙΑΒΗΤΗ, ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΝΕΑ ΕΡΕΥΝΑ. ΤΑ "ΕΠΙΤΡΕΠΤΑ" ΟΡΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ.


Οι περισσότεροι από εμάς, πριν κάνουμε οικογένεια, προτιμούμε τα μεγάλα αστικά κέντρα, όχι μόνο γιατί εκεί οι ευκαιρίες για εργασία και καριέρα είναι περισσότερες, αλλά και διότι μία μεγάλη πόλη προσφέρει περισσότερες δυνατότητες ψυχαγωγίας και διασκέδασης. Η νοοτροπία πολλών από εμάς αλλάζει όταν γινόμαστε γονείς, καθώς τότε αρχίζουμε να εκτιμούμε τα οφέλη που προσφέρει στο παιδί μας, αλλά και σε μας τους ίδιους, οι οποίοι-στο μεταξύ-έχουμε άλλες προτεραιότητες, η αγχολυτική ζωή στην Φύση, μια ήσυχη γειτονιά, ένα ποτάμι, ένα μικρό δασύλλιο. Η αλήθεια είναι ότι η ζωή μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα και το καυσαέριο είναι κυρίως θέμα υγείας. 
Σύμφωνα με νέα έρευνα, η ατμοσφαιρική ρύπανση αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, μίας νόσου η οποία τείνει να προσλάβει διαστάσεις επιδημίας, καθώς πλήττει 420 εκατομμύρια ανθρώπους, ιδιαίτερα εκείνους που ζουν σε βιομηχανοποιημένες περιοχές. 


Τα επιτρεπτά όρια δεν είναι απαραίτητα και ασφαλή

Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Washington στο St. Louis και από το Veterans Affairs St. Louis Health Care System, βρήκαν ότι ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη αυξάνεται δραματικά για όσους ζουν σε πόλεις με αυξημένες συγκεντρώσεις ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Ωστόσο, ο κίνδυνος παραμένει αυξημένος ακόμη και σε πόλεις όπου η μόλυνση της ατμόσφαιρας είναι περιορισμένη σε ασφαλή επίπεδα (όπως έχουν οριστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας). Η έρευνα, η οποία δημοσιεύθηκε στο The Lancet Planetary Health, υπογραμμίζει την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των επιτρεπτών ορίων περιβαλλοντικών τοξινών, καθώς το επιτρεπτό δεν σημαίνει ότι είναι και ασφαλές.
Όπως επισημαίνει ο Ziyad Al-Aly, επικεφαλής συντάκτης της έρευνας, πολλοί παράγοντες της βιομηχανίας διατείνονται ότι τα όρια που ισχύουν σήμερα είναι αυστηρά και θα πρέπει να ελαστικοποιηθούν. Ωστόσο υπάρχουν ενδείξεις ότι τα παρόντα όρια δεν είναι επαρκώς ασφαλή για την υγεία των ανθρώπων.
Η συγκεκριμένη έρευνα είναι η πρώτη που, όχι μόνο επιβεβαιώνει την σύνδεση ανάμεσα στην ατμοσφαιρική ρύπανση και την εμφάνιση διαβήτη, αλλά και η πρώτη που ποσοτικοποιεί πόση ποσότητα ατμοσφαιρικής ρύπανσης χρειάζεται για να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου. Για να το πετύχουν αυτό, οι επιστήμονες εξέτασαν πρώτα τα συστατικά της μόλυνσης του αέρα: μικροσκοπικά κομμάτια σκόνης, ρύπων, καπνού, αιθάλης και υγρών σταγονιδίων. Προηγούμενες έρευνες είχαν δείξει ότι αυτά τα σωματίδια είναι αρκετά μικρά ώστε να επιτίθενται στο κυκλοφορικό σύστημα με την εισπνοή. Εξάλλου θεωρείται ότι συντελούν στην πρόκληση άλλων προβλημάτων για την υγεία, όπως οι καρδιοπάθειες, το εγκεφαλικό επεισόδιο, μορφές καρκίνου και νόσους του ήπατος.
Σε ό,τι έχει να κάνει με την εμφάνιση διαβήτη, η θεωρία είναι ότι η ρύπανση του περιβάλλοντος πυροδοτεί φλεγμονή στον ανθρώπινο οργανισμό.  Αυτή η εκτεταμένη φλεγμονή, αν και σε χαμηλά επίπεδα, προκαλεί σύγχυση στις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού και μειώνει την παραγωγή ινσουλίνης. Η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή πυροδοτούν, επίσης, αυτόν τον τύπο της φλεγμονής.

Η μεθοδολογία της έρευνας
Οι επιστήμονες του Washington University παρακολούθησαν μία ομάδα Αμερικανών βετεράνων (1.7 εκατομμύρια), οι οποίοι δεν είχαν προηγούμενο ιστορικό διαβήτη, για περίοδο 8 χρόνων. Εστίασαν σε εκείνους που εμφάνισαν στην πορεία διαβήτη, όπως, επίσης, και στα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης στις περιοχές όπου διέμεναν. Αν και η μόλυνση της ατμόσφαιρας μπορεί να μην είναι ο μόνος παράγοντας, εκτός από την παχυσαρκία και τον ανθυγιεινό τρόπο ζωής, που συντελεί στην εμφάνιση διαβήτη, οι επιστήμονες βρήκαν σημαντική σύνδεση ανάμεσα στην ρύπανση και τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου. Σύμφωνα με τους ερευνητές, περίπου το 14% των νέων περιπτώσεων διαβήτη που καταγράφονται κάθε χρόνο, είναι πιθανό να συνδέονται με την μόλυνση της ατμόσφαιρας.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, οι χώρες με υψηλότερα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης, σε συνδυασμό με υψηλότερα επίπεδα φτώχειας, όπως είναι η Ινδία, το Αφγανιστάν, η νέα Γουινέα και η Γκάνα, έχουν υψηλότερα επίπεδα ρύπανσης που συνδέεται με τον διαβήτη σε σύγκριση με άλλες βιομηχανοποιημένες και πιο πλούσιες χώρες, όπως είναι η Γαλλία, η Φιλανδία και η Ισλανδία. Ως προς αυτό, οι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι η διαφορά ίσως να βρίσκεται στις πολιτικές καθαρισμού της ατμόσφαιρας και στα συστήματα μετριασμού της ρύπανσης στις πιο πλούσιες χώρες, τα οποία μειώνουν την δυναμική μόλυνσης σε αυτές τις χώρες.
Ο EPA (Enviromental Protection Agency), δηλαδή η Υπηρεσία για την Προστασία του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ, επιτρέπει την εξωτερική ρύπανση έως και 12 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα. Αυτό είναι και το ανώτατο ασφαλές όριο. Ωστόσο, σύμφωνα με την έρευνα, ακόμη και η ρύπανση επιπέδου 5-10 μικρογραμμαρίων είναι ικανή να αυξήσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη.  Το 21% των βετεράνων που εκτέθηκαν σε τέτοιας ισχύος ρύπανση εμφάνισαν διαβήτη.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις